κομπλιμεντόζος

κομπλιμεντόζος
-α, -ο
αυτός που κάνει κομπλιμέντα, κόλακας, περιποιητικός, φιλοφρονητικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κομπλιμεντόζος — α, ικο αυτός που κάνει κομπλιμέντα, φιλοφρονήσεις, φιλοφρονητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentoso (< complimento)] …   Dictionary of Greek

  • κομπλιμενταδόρος — όρισσα, όρικο κομπλιμεντόζος …   Dictionary of Greek

  • κομπλιμεντόζικος — η, ο [κομπλιμεντόζος] αυτός που γίνεται για κομπλιμέντο, φιλοφρονητικός …   Dictionary of Greek

  • φιλοφρονητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται από φιλοφρόνηση, κομπλιμεντόζος: Φιλοφρονητικά λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλόφρονας — ο ευγενικός, περιποιητικός, υποχρεωτικός, κομπλιμεντόζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”